- σαγάπηνο
- το / σαγάπηνον, ΝΑείδος τού φυτού νάρθηξαρχ.η ρητίνη που εξάγεται από αυτό το φυτό.[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για λ. περσικής προέλευσης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαγαπηνίζω — Α [σαγάπηνον] έχω οσμή ή γεύση όμοια με σαγάπηνο … Dictionary of Greek
σαγαπηνός — ή, όν, Α [σαγάπηνον] φρ. «σαγαπηνὸς ὀπός» το σαγάπηνο … Dictionary of Greek